- τυφλοκομείο
- τοάσυλο τυφλών, ίδρυμα για τους τυφλούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυφλοκομείο — το / τυφλοκομεῑον, ΝΜ ίδρυμα, άσυλο για τυφλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + κομεῖον (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κομείο] … Dictionary of Greek
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek